πλεονασμοί

πλεονασμοί
πλεονασμός
superabundance
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεράνω — ὑπεράνω ΝΜΑ επίρρ. 1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω τής στέγης τού ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.) 2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”